laboured$513245$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

laboured$513245$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Labor; Labor (disambiguation); Labour (disambiguation); Labors; Labours; Labored; Laboured; Laboring; Labouring

laboured      
adj. βαρύς, δύσκολος

Ορισμός

labor
I
n.
work
1) to do, perform labor
2) manual, physical; menial; painstaking; productive; sweated (BE), sweatshop; skilled; unskilled labor
3) a division of labor
4) (misc.) (a) division of labor; a labor of love
servitude
5) forced; hard; slave labor (he got ten years at hard labor; democratic countries forbid forced labor; slave labor has been outlawed)
work force
6) child; migrant; organized; seasonal; skilled; unskilled labor
giving birth
7) to induce labor
8) to go into labor
9) difficult, prolonged, protracted; easy; false labor
10) in labor (she was in labor for five hours)
II
v.
1) (d; intr.) to labor as (to labor as a migrant worker)
2) (d; intr.) to labor under (to labor under a misconception)

Βικιπαίδεια

Labour

Labour or labor may refer to:

  • Childbirth, the delivery of a baby
  • Labour (human activity), or work
    • Manual labour, physical work
    • Wage labour, a socioeconomic relationship between a worker and an employer
    • Organized labour and the labour movement, consisting principally of labour unions
    • The Labour Party (UK)